- ἀνακολούθητος
- ἀνακολούθητος, ον, prob.A f.l. for -ουθος, D.H.Th.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακολούθητος — ἀνακολούθητος, ον (Α) [ἀκολουθῶ] ο ανακόλουθος* … Dictionary of Greek
ἀνακολούθητα — ἀνακολούθητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)